Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπατσοι γουρουνια δολοφονοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπατσοι γουρουνια δολοφονοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Μπάτσοι. Τα δικά μας παιδιά (;).









   










Του Δημήτρη Παξινού*

Είναι η γνωστή υποτιμητική καταφρονητική έκφραση που χρησιμοποιείται για τους αστυνομικούς υπαλλήλους και ακούγεται συνοδευόμενη από άλλες υβριστικές φράσεις στις πορείες, στα γήπεδα.

Έχει γίνει προσφιλής έκφραση και ένα είδος εκτόνωσης από κάθε κακοτυχία προσωπική, της ομάδας ή και της κοινωνίας. Χρησιμοποιείται ακόμη και σε μαθητικές εκδηλώσεις. Τελικά τι και ποιοι είναι αυτοί οι «μπάτσοι»;

Είναι κάτι διαφορετικό, εξωπλανητικό, συγκρουσιακό, με ένστικτα επιθετικά, μέχρι και δολοφονικά; Είναι κάποια παιδιά που τους αρέσει να δέρνουν και μόνο; Ή είναι κι αυτά δικά μας παιδιά, που προσπαθούν να επιβιώσουν, όπως τόσα άλλα, με χίλιες δυo δυσκολίες; Παιδιά που αρκετά απ’ αυτά επέλεξαν, αντί άλλου, το επάγγελμα του αστυνομικού, για ένα και μοναδικό λόγο, της εξασφάλισης ενός μισθού 700 ευρώ. Επάγγελμα κατά την άσκηση του οποίου κινδυνεύει συχνά η ζωή τους.

Προέρχονται από την ίδια κοινωνία, την ελληνική, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, τα οποία αυτή διαθέτει και που στις μέρες μας περνά τη μεγαλύτερη κρίση. Κυρίως πολιτισμική, κρίση αξιών, η οποία σε συνδυασμό με την οικονομική οδηγεί στο χάος, στο άγνωστο. Απαιτούμε από τα παιδιά αυτά ψυχραιμία και ωριμότητα απέναντι σε κάθε είδους προκλήσεις, συχνά προβοκατόρικες από τους επαγγελματίες διχαστές της κοινωνίας μας. Ζητάμε εντιμότητα σ’ ένα κλίμα που η διαφθορά και η συναλλαγή δημιουργούν καθημερινό πειρασμό. Με τι εφόδια η κοινωνία μας οπλίζει του νέους και τις νέες αυτές με περίστροφα και εξουσία; Με τι πρότυπα συμπεριφοράς ηγετών, μπροστάρηδων;

Πορεύονται τα παιδιά αυτά με κύρια εφόδια την οικογενειακή τους αγωγή, όποια τυχαίνει να είναι. Η Αστυνομική Σχολή στη συνέχεια καλείται να συμβάλει αποφασιστικά, καθοριστικά στη διάπλασή τους ως ενός γραναζιού της κρατικής μηχανής απαραίτητου εργαλείου για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Με ακριβή συνείδηση ενός ρόλου που συχνά απαιτεί άσκηση βίας και γι’ αυτό μπορεί να ταυτισθεί με αυταρχισμό. Ρόλος άχαρος και παρεξηγήσιμος. Ζητάμε πολλά από τα νέα αυτά παιδιά.

Κλήθηκα στις Αστυνομικές Σχολές για να μιλήσω σε εκπαιδευόμενους. Αντιμετωπίσθηκα με επιφυλακτικότητα που πλησίαζε την αντιπαλότητα. Στάση, που αρχικά ξενίζει, αλλά εξηγήσιμη αν αναλογισθούμε το κοινωνικό υπόβαθρο, το κλίμα που έχει διαμορφωθεί επί δεκαετίες. Η κάθε κοινωνική ομάδα έχει κάποια στοιχεία, διακριτικά των υπολοίπων. Και στις περιπτώσεις στρατιωτικών σχολών δημιουργούνται στεγανοποιήσεις, διαμορφώνοντας έτσι ανάλογους χαρακτήρες.

Τα νέα παιδιά στα πρώτα βήματα προσπαθούν να προσανατολισθούν και να εδραιωθούν στη συνείδηση των συναδέλφων τους, αλλά και της κοινωνίας. Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό, αν ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν και η όλη χωλή διάρθρωση της κοινωνίας, το πελατειακό σύστημα, οι αντιπαλότητες των κοινωνικών ομάδων. Το όλο κλίμα αποσάθρωσης και διαφθοράς, καλούνται οι αστυνομικοί να το αντιμετωπίσουν προληπτικά ή κατασταλτικά.

Είναι η πιο άμεση επαφή με κοινωνικές ομάδες, που συχνά εκφράζουν δικαιολογημένη αγανάκτηση για κάθε λογής αδικίες που η κρίση έχει οξύνει. Κι έτσι εισπράττουν εκείνοι τον θυμό.



Ο αστυνομικός όμως δεν είναι και δεν πρέπει να οδηγείται εκτός κοινωνίας, διότι έτσι μετατρέπεται σε αντίπαλό της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην καθημερινή άσκηση των καθηκόντων τους. Παρά τις προσπάθειες ορισμένων, αυτό δεν έχει γίνει έως τώρα. Οι ηγεσίες τους και σ'’ αυτές περιλαμβάνω και τις συνδικαλιστικές, σε κρίσιμες στιγμές, έδειξαν σύνεση, τόλμη, δημοκρατικότητα με θέσεις προωθημένες, όπως καταδείχθηκαν και αναδείχθηκαν σε Ολομέλειά μας στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν προσκεκλημένος ο πρόεδρος της ΠΟΑΣΥ. Συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία κλίματος αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης. Εγινε απολύτως κατανοητό ότι δεν έχουν να χωρίσουν κάτι με τους εργαζόμενους, με την κοινωνία. Επιβεβαίωσαν ότι οι πράξεις βίας οδηγούν σε απορρύθμιση, σε αποσύνθεση.

Ο αγώνας για μια δικαιότερη κοινωνία, για ένα κράτος δικαίου που προστατεύει τα συνταγματικά δικαιώματα είναι η υπόθεση όλων των υγιών πολιτών, χωρίς εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς μίσος. Είμαστε όλοι στο ίδιο καράβι, που κλυδωνίζεται, βυθίζεται.


 * Ο κ. Δημήτρης Χ. Παξινός είναι πρώην πρόεδρος ΔΣΑ.

kathimerini.gr

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Θα χαρίσουμε τους «μπάτσους» στη Χ.Α.;

04/06/2013
Κατερίνα Παναγοπούλου 

Δεκέμβριος. Τετάρτη απόγευμα, στο κακοφωτισμένο κέντρο της Αθήνας. Η παράσταση του Εθνικού έχει μόλις τελειώσει και οι θεατές βγαίνουν από το θέατρο. 

Κατηφορίζοντας την Κωνσταντινουπόλεως δύο μηχανές της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. περιπολούν και δύο κυρίες γύρω στα 50 τούς φωνάζουν «να ’στε καλά, ρε παιδιά, που υπάρχετε!». Η μηχανή σταματά και ο ένας από τους δύο νεαρούς αστυνομικούς βγάζει το κράνος του, «σας ευχαριστούμε πολύ! Να ξέρατε τι ακούμε...». 

6 μήνες μετά, η φράση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Βούτση μού έφερε στο μυαλό αυτήν ακριβώς τη στιχομυθία. Και εκείνα τα βλέμματα. Εκατέρωθεν. 

«Θα ήμουν θετικός σε μια συζήτηση στο να απαγορευθεί γενικώς η οπλοφορία στην κοινωνία. Το να λέμε μόνο για τους βουλευτές και να έχει όπλο ο τελευταίος μπάτσος, μπράβος και οτιδήποτε κυκλοφορεί στη χώρα, την επικινδυνότητα για τον απλό πολίτη δυστυχώς τη μειώνουμε κατ’ ελάχιστο». 

Για κάποιους –όχι λίγους– οι αστυνομικοί ακόμα και σήμερα είναι «μπάτσοι». Φάνηκε, άλλωστε, από τη διευκρινιστική δήλωση του βουλευτή: «Αναφορικά με τη χτεσινή δήλωσή μου διευκρινίζω ότι αφορούσε στην ανάγκη γενικότερης απαγόρευσης της οπλοχρησίας των πολιτών, προφανώς εκτός όσων αστυνομικών βρίσκονται σε ώρα υπηρεσίας, ιδιαίτερα δε, σε όσους, λίγους ενδεχομένως, οπλοφορούν σε υπηρεσίες παντοειδούς “προστασίας”». Για τον όρο «μπάτσοι», καμία ανασκευή.

Αυτό που κατάλαβε ο βουλευτής από το θόρυβο που προκλήθηκε και από την έκρηξη στα social media ήταν ότι το πρόβλημα της δήλωσης εστιάζεται αποκλειστικά στο αν θα οπλοφορούν ή όχι. Το ότι ένας βουλευτής αποκάλεσε σε δημόσιες δηλώσεις του στο περιστύλιο της Βουλής μπάτσους τα σώματα ασφαλείας της χώρας ήταν ψιλά γράμματα. «Το έχουν κατακτήσει με το σπαθί τους να τους λέμε μπάτσους» διαβάζω στο twitter. 

Και θα συνεχίσουν να το κατακτούν, όσο συνεχίζουμε να τους αποκαλούμε έτσι. Τους
νομιμοποιούμε να συμπεριφέρονται έτσι. Όσο τους εξισώνουμε με μπράβους, όσο τους απαξιώνουμε και τους αντιμετωπίζουμε σαν βασανιστές. Τους το κάνουμε εύκολο. Όσο τα κόμματα της Αριστεράς συνεχίζουν να θεωρούν πιστοποιητικό αριστεροφροσύνης το να καθυβρίζει κανείς και να κατηγορεί τους αστυνομικούς. Όσο οι ιδεοληψίες και τα κατάλοιπα του παρελθόντος λειτουργούν ως πυξίδα για το παρόν. Όσο το να είσαι εσύ «Αριστερός» πρέπει να ταυτίζεται με την παραδοχή ότι αυτοί είναι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Όταν εν έτει 2013 έχουμε ρητορική και σκέψη δεκαετίας ’70 και θεωρούμε πράξη επαναστατικότητας το να ρίχνουμε μολότοφ σε αστυνομικά τμήματα. Όσο κι αν είναι κατανοητή και σεβαστή η υποσυνείδητη αντιπάθεια προς την αστυνομία από ανθρώπους που έχουν ζήσει τα χρόνια του μετεμφυλιακού «κράτους της δεξιάς». 

Άλλωστε, η οικονομική κρίση, σαρώνοντας τα πάντα, τείνει να αναιρέσει ακόμα και την υπόθεση πως «για να γίνεται κανείς αστυνομικός, έχει ακροδεξιά ροπή». Όπως έδειξαν και τα τελευταία στοιχεία, η καλπάζουσα ανεργία και η αβεβαιότητα της επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων, έχουν εκτοξεύσει τις βάσεις εισαγωγής στα σώματα ασφαλείας, καθώς τα παιδιά ξέρουν ότι εκεί θα έχουν εξασφαλισμένο μισθό, αλλά και αμοιβή από την πρώτη ημέρα. Για κάποιους σνομπ «διανοούμενους» αυτοί είναι ελάσσονος σημασίας λόγοι, αλλά για πολλά φτωχά παιδιά, μείζονος. Και η αλήθεια είναι πως αν κάτι θα μπορούσαν να προσφέρουν όλοι αυτοί οι «φωτισμένοι» δημοσιολόγοι θα ήταν η αποκατάσταση των «μπάτσων» στα μάτια της κοινωνίας. Η έμφαση στο ότι είναι όργανα της συντεταγμένης πολιτείας και ως εκ τούτου όχι κάποιοι περιθωριακοί τύποι φασιστικών αντιλήψεων που ηδονίζονται να βαράνε. Γιατί όσο απαξιώνονται στο δημόσιο διάλογο, όσο αντιμετωπίζονται ως φασίστες μπάτσοι, τόσο θα ωθούνται σε αυτή τη συμπεριφορά και κατ’ επέκταση στην ακροδεξιά ιδεολογία. 

Τα ποσοστά της Χ.Α. στα σώματα ασφαλείας στις τελευταίες εκλογές είναι αποκαλυπτικά και καταδεικνύουν τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της ρητορικής.

Οι αστυνομικοί ψήφισαν σε μεγάλο ποσοστό Χ.Α. γιατί στρεβλά τους έχει δοθεί να καταλάβουν ότι η Χ.Α. τους προστατεύει.

Ότι δεν τους αντιμετωπίζει ως «μπάτσους». 

Πριν από 1 μήνα περίπου σε επίκαιρη ερώτηση του Ηλία Κασιδιάρη προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, ο βουλευτής της Χ.Α. εξήρε τον επαγγελματισμό και την ανδρεία των Ελλήνων αστυνομικών, οι οποίοι, όπως έλεγε, δίνουν απροστάτευτοι και χωρίς τα κατάλληλα μέσα μάχη απέναντι σε αδίστακτους εγκληματίες. Ποιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ εξάρει το έργο της ελληνικής αστυνομίας; (εξαίρεση η εμφάνιση της Ρένας Δούρου σε πορεία για μισθολογικά αιτήματα, κάτι που όμως εντάσσεται στην μόνιμη πολιτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζει οποιονδήποτε διαμαρτύρεται για οιονδήποτε λόγο και με οποιαδήποτε αφορμή κατά της κυβέρνησης). 

Το μόνο αποτέλεσμα, λοιπόν, που έχει η απαξίωση των αστυνομικών είναι η μαζική στροφή τους προς την ακροδεξιά.

Που θα ενταθεί, όσο αφήνουμε τη Χ.Α. να παριστάνει τον προστάτη των σωμάτων ασφαλείας της χώρας. Πώς θα εμπνευστούν από τη ρητορική αυτών που τους αποκαλούν «μπάτσους»; Αυτών που τους τοποθετούν απέναντι; 

Σε χιουμοριστικό βίντεο που προβλήθηκε προ 3 μηνών περίπου στο Ράδιο Αρβύλα, ο βουλευτής της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης έλεγε «εγώ πήγα για να στηρίξω τα ματ, όπως κάνω πάντα, άλλωστε, γιατί τα
λατρεύω!» «Τα ματ; Είναι τόσο κακό και ψυχρό πράγμα τα ματ, ποιος άνθρωπος λατρεύει τα ματ;» αναρωτιόταν αμέσως μετά ο Αντώνης Κανάκης. Και πράγματι το βίντεο προκαλούσε γέλιο, διότι στη συνείδηση του μέσου Έλληνα τα ματ και η αστυνομία είναι κάτι αντιπαθητικό, απωθητικό. Δεν είναι το όργανο του κράτους που προστατεύει, που επεμβαίνει προς όφελος του πολίτη. Που με τη δράση του ο πολίτης μπορεί να νιώθει ασφαλής. 

Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι μόνο ο χαρακτηρισμός, αλλά η γενικότερη αίσθηση που διαχέεται πως η αστυνομία είναι εχθρός και όχι προστάτης. Τα εγκληματικά λάθη, βέβαια, και οι ευθύνες των ίδιων των αστυνομικών είναι πολλά, όπως και οι παραλήψεις, η απολύτως καταδικαστέα κατάχρηση εξουσίας, η παράβαση καθήκοντος και κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ή να απαξιώσει περιστατικά τύπου ζαρντινιέρα. Κανείς δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τις σοκαριστικές, απάνθρωπες σκηνές ωμής βίας από το τμήμα Ομονοίας, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τους «αστυνομικούς» που προσφέρουν προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά ή την πρόσφατη εξάρθρωση κυκλώματος ναρκωτικών σε Θεσσαλονίκη, Βόλο και Αγρίνιο με επικεφαλής αστυνομικούς, ακόμα και τον διοικητή της δίωξης! Και τόσα άλλα. 

Επίορκοι υπάρχουν σε όλους τους χώρους. Και πρέπει να τιμωρούνται σε όλους τους χώρους και όταν χρειάζεται, αυστηρά. Αν, όμως, θέλουμε οι αστυνομικοί να μη συμπεριφέρονται όλοι ως «μπάτσοι» δεν μπορούμε να τους αποκαλούμε έτσι. Πρέπει να λέμε εμφατικά ότι είναι όργανα του κράτους γιατί από αυτή την παραδοχή κατοχυρώνονται και οι υποχρεώσεις τους. 

Πρέπει, δηλαδή, κάποια στιγμή να αποφασίσουμε: θα χαρίσουμε τους «μπάτσους» στην Χ.Α.;

athensvoice.gr/


Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Τα παιδιά των μπάτσων


Γράφει η Σοφία Ισμήνη.

Είναι Κυριακή βράδυ, γύρω στις έντεκα και δυο πιτσιρίκια παίζουν με τον πατέρα τους ξεσηκώνοντας τον τόπο. Η μαμά γελάει και μαλώνει ταυτόχρονα, κάνει όμως και τα στραβά μάτια γιατί ξέρει πόσο τους λείπει ο άντρας που τάχα παλεύουν στο πάτωμα. 

Χτυπάει το τηλέφωνο, το παιχνίδι σταματά όπως και το γέλιο.  ‘’Έρχομαι’’ απαντάει σοβαρά, κλείνει βιαστικά και αρπάζει τη στολή του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούγονται σειρήνες, το ζευγάρι λέει δυο τρείς κουβέντες ψιθυριστά για να μην ανησυχήσουν τα παιδιά, όμως το μεγαλύτερο καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά και τον προλαβαίνει στην πόρτα. ‘’Μπαμπά μην πάς...‘’ τον παρακαλά και δάκρυα τρέχουν στο παιδικό προσωπάκι που πριν απο λίγα λεπτά ήταν τόσο χαρούμενο. Ήξερε πως αυτό δεν γινόταν, ήξερε πως ο πατέρας του έπρεπε να φύγει, μα ήλπιζε πως ίσως τα κατάφερνε να του αλλάξει γνώμη. Εκείνος, χαμογελαστός προσπάθησε να το καθησυχάσει, ήξερε καλά να κρύβεται κι όμως δεν ήταν σίγουρος στ’αλήθεια πως όλα θα πήγαιναν καλά, πως θα επέστρεφε σπίτι να τους πάρει και πάλι στην αγκαλιά του. 

Το σπίτι γέμισε σιωπή, τα δυο παιδιά κοιμήθηκαν αποκαμωμένα και η γυναίκα έμεινε ξύπνια να βολοδέρνει πέρα δώθε μέχρι να ακούσει το κλειδί στην πόρτα. Ο μπαμπάς, όταν σχολούσε από τη νυχτερινή του βάρδια τους πήγαινε πάντα μπουγάτσα και σοκολατούχο γάλα και τους ξυπνούσε με χίλια ζόρια για να φάνε και να τους χαρεί πριν πέσει για ύπνο. 

Εκείνο το πρωί δεν τους ξύπνησε εκείνος, αλλά η φωνή της μητέρας τους όταν τον είδε να μπαίνει στο σπίτι με τη στολή σκισμένη. Τον έψαχνε κλαίγοντας με τα χέρια της για να σιγουρευτεί ότι ήταν καλά κι εκείνος ταλαιπωρημένος προσπαθούσε για χάρη της να βρεί τη ζωντάνια του λέγοντάς της ‘’ηρέμησε είμαι καλά, όλα καλά‘’. 

Θυμάμαι. Έχω πολλά να θυμάμαι. Την αγωνία της μάνας μου, τις χαμένες Κυριακές, Χριστούγεννα, Πάσχα, γενέθλια και γιορτές που δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί, γέλια που κόπηκαν, παιχνίδια που σταμάτησαν απότομα. Τον ρατσισμό που βίωσα ως παιδί αστυνομικού, τον πατέρα μου να προσπαθεί να μου μάθει να μην τρώω την ψυχή μου κάθε που άκουγα το γνωστό ποιηματάκι ‘’μπάτσοι γουρούνια ‘’ και με έπνιγε το άδικο που ξεχείλιζε την οργή και την αποστροφή μου για τον τρόπο που σκέφτονται ορισμένοι άνθρωποι. Κι ενώ πρωταρχικός σκοπός του ήταν να με ηρεμήσει, την αμέσως επόμενη στιγμή μου τόνιζε αυστηρά, ‘’μην τυχόν ακούσω ότι μάλωσες με κάποιο παιδί και είπες ο μπαμπάς μου είναι αστυνομικός και θα σου δείξω εγώ, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα‘’. 

Θυμάμαι επίσης, τον ‘’δάσκαλό’’ μου και υποδιευθυντή του δημοτικού να τον απειλεί πως θα τον στείλει στην Γυάρο (ακατοίκητο νησί των Κυκλάδων που χρησιμοποιούσαν κάποτε σαν τόπο εξορίας) επειδή τόλμησε να του ζητήσει τον λόγο που δεν τον ειδοποίησε για να παραλάβει το παιδί του από το σχολείο και το κράτησε εκεί έξι ώρες με το χέρι σπασμένο μετά από κάποιο ατύχημα στην αυλή. Βέβαια μετά από αυτό, φέρνω στο νού μου ένα πατέρα θηρίο ανήμερο...αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. 

Μέσα σε όλα αυτά τα λίγα, γιατί η λίστα είναι τόσο μεγάλη όσο και το έργο της Αστυνομίας που δεν χωράει σε λίγες παραγράφους, θυμάμαι δυστυχώς και τον πατέρα του φίλου μου που δεν κατάφερε να επιστρέψει σπίτι. 

Στο δια ταύτα. Κανείς δεν είπε ότι οι αστυνομικοί είναι αψεγάδιαστοι, αλίμονο, παντού τα πάντα. Σε όλους τους τομείς, σε όλα τα επαγγέλματα, σε όλες τις πτυχές της ζωής. Το νόμισμα έχει πάντα δυο όψεις κι όμως, σε ό,τι αφορά την αστυνομία αρκετοί είναι αυτοί που επιμένουν να κοιτάζουν την πλευρά που τους βολεύει γιατί κάπου, κάποτε, κάποιος εκπρόσωπός της τους ‘’ξεβόλεψε’’. Είναι εύκολο να γινόμαστε απόλυτοι όμως οι άνθρωποι που ξέρουν να σκέφτονται όχι μόνο σε πρώτο επίπεδο, πρέπει να ψάχνουν και να ψάχνονται γενικότερα και όχι να υιοθετούν αβίαστα συμπεριφορές και ισοπεδωτικούς τρόπους σκέψης. Όποια θέση και αν πάρουν εν τέλει. 

Κάποιοι θα πουν ότι υποστηρίζουμε το Σώμα της Αστυνομίας επειδή έχουμε γονείς, φίλους, συντρόφους, παιδιά αστυνομικούς. Το υποστηρίζουμε επειδή βιωματικά έχουμε λόγους και απτές αποδείξεις για να το κάνουμε. Αν θέλετε, επειδή είμαστε μέσα στο χορό και επειδή η φωτιά καίει εκεί όπου πέφτει. Και κυρίως, επειδή έχουμε πολλά να θυμόμαστε.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Η ιστορία ενός συνθήματος

Η ιστορία ενός συνθήματος (ή από την τραγωδία στη φάρσα) 

Tου Τακη Καμπυλη 
Δημοσίευση: 25-01-09

Παρασκευή, 30 Απριλίου 1976. 
Ο μαθητής Σιδέρης Σιδηρόπουλος, 16 χρόνων, μέλος της «Μαθητικής Πρωτοπορίας», κολλούσε αφίσες της οργάνωσης «Κ.Ο. Μαχητής» για τη συγκέντρωση της επόμενης μέρας, της Πρωτομαγιάς, στην πλατεία Κοτζιά. Το τι ακριβώς έγινε δεν είναι γνωστό, πάντως ο μαθητής άφησε την τελευταία του πνοή στην Πειραιώς καταδιωκόμενος από αστυνομικούς και χτυπημένος από διερχόμενο αυτοκίνητο. 

Η Πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς είχε δύο νεκρούς, και οι δύο σε τροχαία δυστυχήματα. Τον Σιδέρη Σιδηρόπουλο και τον Αλέκο Παναγούλη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα Στέργιου Κατσαρού, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που από ένα μικρό τμήμα του αναρχο-αυτόνομου και αντιεξουσιαστικού χώρου ακούστηκε το σύνθημα που έμελλε να γίνει το πιο γνωστό και μακροβιότερο της Μεταπολίτευσης: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». 

Αν και το σύνθημα που κυριάρχησε εκείνη την Πρωτομαγιά ήταν «Ενας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα» (συνέχεια των προδικτατορικών κινητοποιήσεων) καθώς και «Το αίμα κυλάει, εκδίκηση ζητάει», ωστόσο από τον «Μαχητή», αλλά και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες και από μέλη της ΑΑΣΠΕ (φοιτητική νεολαία του ΕΚΚΕ), ακούγεται και το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Στα (ακόμη) θολά νερά εκείνης της περιόδου είναι μάλλον δύσκολο να αναζητηθεί η «πατρότητα», η προέλευση του συγκεκριμένου συνθήματος. Δεν υπάρχει κάποια δημοσιευμένη ιστορική έρευνα.

Σήμερα, μερικοί από τον αναρχικό χώρο εκτιμούν πως το σύνθημα ήταν απόδειξη της σαφούς επιρροής στην Ευρώπη από το αμερικανικό αναρχικό κίνημα και των φοιτητικών διαδηλώσεων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. 

Το «pigs» (γουρούνια) είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την αμερικανική Αριστερά, κι από κει πέρασε τον Ατλαντικό, και χρησιμοποιήθηκε και από τους «Γκοσιστές» (Αριστεριστές) του παρισινού Μάη. (Μόνο για την ιστορία, καταγράφω και μία μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία το σύνθημα «μπάτσοι - γουρούνια» είχε ακουστεί και σε εκδήλωση της Νεολαίας Λαμπράκη, το 1966. Ωστόσο, αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από άλλους «Λαμπράκηδες» της εποχής. 

Εκείνη την εποχή το «Πω-πω-πώ, μπατσαρία που 'χει εδώ» ήταν από τα πλέον συνηθισμένα σε περιπτώσεις συγκρούσεων. Και πάντως αργότερα, στη Μεταπολίτευση, ειδικά από τον χώρο του ΚΚΕεσ. υπήρξε σφοδρή αντίδραση σε τέτοια «αριστερίστικα» συνθήματα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του '90. Αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει σήμερα από τον επίσημο ΣΥΝ.) 

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, το συγκεκριμένο σύνθημα παρέμεινε στους θυλάκους του αναρχο-αυτονόμου χώρου. Μάλιστα, λίγο μετά τη δολοφονία του νεαρού Καλτεζά, όταν ομάδα «Ρηγάδων» σήκωσε πανό με τίτλο «Το Κράτος δολοφονεί», συνέβη επεισόδιο με τους κομματικούς οι οποίοι απαίτησαν -και πέτυχαν- την απόσυρση του πανό. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, το σύνθημα «νομιμοποιήθηκε» έστω και μέσω του… Αλέν Ντελόν. Ενα στέλεχος της ΟΚΔΕ (αριστερίστικη οργάνωση) συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη λόγω της εκφώνησης του συγκεκριμένου συνθήματος. Η Μάνια (δεν βρίσκεται στη ζωή) αθωώθηκε διότι ο δικηγόρος της (όπως θυμάται ο Στέργιος Κατσαρός) επικαλέστηκε την κυκλοφορία της ταινίας «Μπάτσος» με τον Αλέν Ντελόν

Η ιστορία τόσο του «μπάτσου» όσο και του «γουρουνιού» έχει τη δική της περιπέτεια. Το «μπάτσος» σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή προκύπτει ετυμολογικά από τον ήχο του χαστουκιού. «Μπατς». Αντίθετα, το «μπασκίνας» δέχεται δύο εξηγήσεις, μία μάλλον τυχαία (από το «μπας κι είναι εδώ») και μία μάλλον πιο πιθανή, από το τουρκικό baskir (επιδράμω). (Ο Μάρκος Βαμβακάρης χρησιμοποίησε και τη λέξη «μαύρος» για τους αστυνομικούς - πιθανότατα ως συνδυασμό της στολής και της ιδιότητας, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια.) 

Ισως το πιο ενδιαφέρον, σημειολογικά, κομμάτι του συνθήματος έχει να κάνει με το «pigs». Μία εκδοχή αναφέρει πως όλα ξεκίνησαν το 1820, στο Λονδίνο, με τη γειτνίαση ενός αστυνομικού σταθμού (ιδιαίτερα σκληρού ως προς τις μεθόδους των αστυνομικών του) με μια μεγάλη χοιροτροφική μονάδα. Πιθανόν. Ωστόσο, το 1492, εκτός από την ανακάλυψη της Αμερικής, οι (καθολικοί) Ισπανοί ανακάλυψαν και τους «Μαρράνος», τους «βρωμερούς» ή «ρυπαρούς» εκχριστιανισθέντες διά της βίας και απειλών Σεφαρδίτες Εβραίους. 

Όπως εξηγεί η ιστορικός Ρένα Μόλχο, το «Μαρράνος» ήταν η χειρότερη βρισιά για τους Εβραίους, αφού η ταύτισή τους με τα γουρούνια λειτουργούσε απολύτως απαξιωτικά για έναν λαό που είχε ως συνήθεια να ταυτίζει τον χοίρο με το ρυπαρό και το ανίερο. Στην κοινωνική ανθρωπολογία η ιστορία του «γουρουνιού» δεν είναι απλή. Οπως εξηγεί ο Γιάννης Μάνος (λέκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας), «το γουρούνι αποτελεί ένα φυσικό σύμβολο, το οποίο αναφέρει η Βρετανίδα ανθρωπολόγος Mary Douglas στο κείμενό της «Purity and Danger» (1966) ως ένα παράδειγμα για τη μελέτη και την κατανόηση των εννοιών της φύσης, καθαρότητας και μιαρότητας σε διάφορες κοινωνίες. 

Συνοπτικά, οι «πολιτισμοί» ή οι «κοινωνίες» προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο ταξινομώντας τον. Στη διαδικασία ταξινόμησης τα ζώα ομαδοποιούνται κατά κοινά χαρακτηριστικά και κάποια από
αυτά έχουν σημαντική θέση τόσο στη μυθολογία όσο και στην τελετουργική ζωή των κοινωνιών. 

Ωστόσο, υπάρχουν κάποια ζώα που δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν. Oι άνθρωποι διακρίνουν με αυτούς τους τρόπους την τάξη από την αταξία, το μέσα από το έξω, το καθαρό από το μιαρό». «Το γουρούνι θεωρείται στη Μέση Ανατολή ακάθαρτο ζώο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ένα μη μηρυκαστικό ζώο που έχει δίχηλες οπλές και, ως εκ τούτου, δεν ταιριάζει με το σύστημα ταξινόμησης των ζώων. Οι «ανωμαλίες» αυτές συνδέονται συνήθως με τον κίνδυνο και τη μόλυνση. Η «ανωμαλία» απειλεί την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων». 

«Σε αυτό το πλαίσιο», λέει ο Γιάννης Μάνος, «η χρήση του όρου στο σύνθημα μπορεί να αποτελεί, γι' αυτούς που το διατυπώνουν, μια αντιμετάθεση νοημάτων και συμβόλων, όπου η συμπεριφορά της αστυνομίας νοείται ως μια βίαιη και «ζωώδης» συμπεριφορά που γι' αυτόν το λόγο κατατάσσονται έξω από τον πολιτισμό.

Πρόκειται για μία αντιπαράθεση (αστυνομία εναντίον αυτών που διατυπώνουν το σύνθημα) σε επίπεδο συμβόλων και λόγου, η οποία προκύπτει μέσα από κινηματική δράση, χρησιμοποιεί έναν κοινό κώδικα νοημάτων αντιστρέφοντας τις σημασίες τους, με σκοπό να καταγγείλει με τον ίδιο τρόπο αυτό που εισπράττει από την αστυνομία». 

Τα χρόνια πέρασαν. Μετά το 1985 - 1986 και ιδίως μετά τις μαθητικές καταλήψεις του 1990 - 1991 το σύνθημα έγινε περισσότερο σλόγκαν. Δεν ήταν πλέον η καταγγελία των «αγώνων που δεν δικαιώθηκαν». Δεν ακούστηκε για τους νεκρούς μετανάστες (ειδικά στα βουνά της βόρειας Ελλάδας και στα ναρκοπέδια του Εβρου), αλλά μάλλον περιορίστηκε σε καθαρά αστικό φαινόμενο αλλά -το οξύμωρο- με όλο και πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της βεντέτας (πολλοί από τους συγκρουόμενους έχουν «συναντηθεί» κάμποσες φορές). 

Ούτε είναι τυχαίο πως για μεγάλο διάστημα, από τα μέσα της δεκαετίας του '90, το σύνθημα ακουγόταν περισσότερο στα γήπεδα. Kαι -η μεγάλη διαφορά- το σύνθημα τώρα είναι εξατομικευμένο. Mε στιχάκια. Aναρίθμητα στιχάκια που σχεδόν μετατόπισαν το κεντρικό βάρος από το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» στον δεύτερο στίχο. Eίναι η ώρα της φάρσας; Ή ένας νέος τρόπος για να συνεχιστεί η εξέγερση; Mια ψηφιακή μετάλλαξη του πιο γνωστού μεταπολιτευτικού συνθήματος; Ή μήπως είναι η ώρα της τραγωδίας, αν θεωρήσουμε πως το χιούμορ απηχεί τη βαθιά πίστη ότι τίποτε δεν αλλάζει; Είναι αστείο να κατηγορούνται όσοι το φωνάζουν ως ρατσιστές ή λαϊκιστές. Ενα σύνθημα είναι. 

Ομως, τι πραγματικά φώναζαν τον Δεκέμβριο οι μαθητές, μ' αυτό το σύνθημα; Kαταγγέλλοντας με ευκολία και σχεδόν βαριεστημένα (ενίοτε και ανέξοδα) την κατανάλωση, ίσως παραβλέψαμε ότι ανάμεσα σ' αυτά που καταναλώνονται είναι και η πολιτική (ή -έστω- ένα είδωλό της). 

Kαι σ' αυτό το περιβάλλον το «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» είναι το σύνθημα που, όπως όλα τα αγαθά σήμερα, επίσης καταναλώνεται. Παράγει νέα «προϊόντα», όσα και τα στιχάκια. Δεν είναι πλέον ένα σύνθημα κοινό σε όλους, έστω ξύλινο ή αντιαισθητικό, αλλά πάντως ένα και μοναδικό σύνθημα που εκφράζει συλλογικότητες. Eίναι, τώρα, η φάρσα. Ως φάρσα καταναλώνεται (η αμέσως προηγούμενη συνέβη με τον Kούγια). 

Ενα σύνθημα που ήρθε από ένα κοντινό παρελθόν, αλλά που στο παρόν δεν είναι παρά μόνον η βάση για να «στραβώνει το τιμόνι - μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Δεν λέω, γελάς…

Related Posts with Thumbnails